Αφησε με να έρθω μαζι σου.
Το ξέρω πως καθένας μοναχός πορεύεται στον έρωτα,
μοναχός στη δόξα και στο θάνατο.
Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
Άφησε με να ‘ρθω
μαζί σου.
μοναχός στη δόξα και στο θάνατο.
Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί.
Όλοι είμαστε μόνοι μας. Στον μεγαλυτερο πόνο ή στη μεγαλυτερη απώλεια είμαστε μόνοι μας. Οι αλλοι ναι, θα πουν λογια παρηγορητικα που αρμόζουν στη κάθε περιπτωση, αλλα εν τελει το περνάς μόνος σου. Κάνεις δεν μπορει να καταλαβει τις μύχιες σκεψεις σου, αλλα ουτε και θέλει να πιστεψει πως μπορει να κρυβεις κατι σκοτεινοτερο μεσα σου.
Ετσι στο τέλος μενεις μόνος σου.
Δεν μπορεις να αποκαλυψεις σε κανένα τις σκεψεις σου,
ενα κυκέωνα αρνητικων συναισθηματων και λογισμών,
σαν το κουτι της Πανδωρας που εκρυβε μέσα του όλα τα κάκα κι τα ασχημα του κοσμου.
Και για αυτο επρεπε να μεινει κλειδωμενο.
Ισως κάπου στο βάθος του τρελου μυαλου μου να θέλω να πιστεύω και το υπόλοιπο του μύθου.
Οτι μέσα σε αυτο το κουτι κρυβεται ακόμα η ελπιδα.
Πρεπει να κρυβεται.
Γιατι αν δεν υπάρχει η ελπιδα η ζωη ειναι πολύ βαρια.
Γινεται σαν εναν ξενιστή, που σε αποζυμει.
Ακόμα και αυτους που λενε οτι δεν τους πειραζει.
Η αληθεια ειναι ενα ξυράφι. Πληγωνει.
Ομως ειναι καλυτερα να πληγωνεσαι παρα να ζεις στο ψεμα μιας ψευτικης ουτοπιας.
Ετσι δεν ειναι?
Οσο και να θέλω να ερθω μαζι σου ξέρω πως δεν μπορω. Οχι τωρα.
Ο δρόμος μου είναι μοναχικος, και δυσκολος ακόμα.
Δεν ξέρω κάν αν οδηγει κάπου ή τον πορευομαι άδικα.
Θα ρθει ομως η στιγμη που θα φυγω.
Ή όπως λεει και ο Ριτσος.
Ισως παλι και οχι.
Γιατί επιτέλους, πρέπει
να βγω απ' αυτό το τσακισμένο σπίτι.
Πρέπει να δω λιγάκι πολιτεία, - όχι, όχι το φεγγάρι –
την πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια της, την πολιτεία του μεροκάματου,
την πολιτεία που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της
την πολιτεία που όλους μας αντέχει στην ράχη της
με τις μικρότητές μας, τις κακίες, τις έχτρες μας,
με τις φιλοδοξίες, την άγνοια μας και τα γερατειά μας,-
ν' ακούσω τα μεγάλα βήματα της πολιτείας,
να μην ακούω πια τα βήματά σου
μήτε τα βήματα του Θεού, μήτε και τα δικά μου βήματα. Καληνύχτα.
να βγω απ' αυτό το τσακισμένο σπίτι.
Πρέπει να δω λιγάκι πολιτεία, - όχι, όχι το φεγγάρι –
την πολιτεία με τα ροζιασμένα χέρια της, την πολιτεία του μεροκάματου,
την πολιτεία που ορκίζεται στο ψωμί και στη γροθιά της
την πολιτεία που όλους μας αντέχει στην ράχη της
με τις μικρότητές μας, τις κακίες, τις έχτρες μας,
με τις φιλοδοξίες, την άγνοια μας και τα γερατειά μας,-
ν' ακούσω τα μεγάλα βήματα της πολιτείας,
να μην ακούω πια τα βήματά σου
μήτε τα βήματα του Θεού, μήτε και τα δικά μου βήματα. Καληνύχτα.
Ισως να
γελασετε μαζι μου όπως ο νεαρός της Σονάτας, η μονολογήσετε απλως
"Παρακμη.."
Ισως τελικα εγω δεν καταφερω να βγω οπως
δεν ξέρουμε τι εγινε με την γυναικα με τα μαυρα... Ισως ολος αυτος ο
μονολογος να ήταν και πάλι αχρηστος...
1 αναταράξεις:
.." isws kai pali oxi"
;))
Δημοσίευση σχολίου